- περιαγγέλλοντες
- περϊαγγέλλοντες , περιαγγέλλωannounce by messages sent roundpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιαγγέλλω — ΜΑ κοινοποιώ κάτι με αγγέλματα προς διάφορες κατευθύνσεις («περιαγγέλλοντες τὴν πανήγυριν», Θεμίστ.) αρχ. 1. στέλνω ή φέρνω αγγελία σε διάφορα μέρη («τοῡτο μέν, ὡς ἐπύθοντο τάχιστα τῶ κηρύκων τῶν περιαγγελλόντων ὅσῳ πλείοσιν οὗτος ἠνώχληκε καὶ… … Dictionary of Greek